- άπυστος
- ἄπυστος, -ον (Α) [πυστός]1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπυστος — not heard of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύστω — ἄπυστος not heard of masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπυστος not heard of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπυστον — ἄπυστος not heard of masc/fem acc sg ἄπυστος not heard of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύστου — ἄπυστος not heard of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπυστα — ἄπυστος not heard of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπυστοι — ἄπυστος not heard of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάπυστος — πανάπυστος, ον (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὅλως ἀνήκουστος». [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπυστος «ανήκουστος»] … Dictionary of Greek